a vs z
Μετά από 3 μέρες απόλυτης ηρεμίας στο νησί επιστροφή στον πανικό και το τρέξιμο, από το Γενάρη και μετά έχω διαρκώς στο κεφάλι μου και σε ποστ-ιτ χαρτάκια λίστες, για κάθε δουλειά που σβήνω, γράφω άλλες δύο καινούργιες, φαύλος κύκλος, οι ώρες δε φτάνουν και για πρώτη φορά καταλαβαίνω τι θα πει να κουβαλάς πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, εγώ που στη λαϊκή ζητάω πάντα ένα ελαφρύ για να μπορώ να το κουβαλήσω μέχρι το σπίτι, χα, πια λαϊκή, πέρασαν οι εποχές που είχα ώρα να πάω λαϊκή.
Στο νησί βγήκα ελάχιστα, ποτέ μου δε χώνεψα και τις απόκριες για να πω την αλήθεια, έκλεισα το pc και το άφησα μαζί με λεξικά και φωτοτυπίες στην Αθήνα, δεν με ξυπνούσαν ηλίθιοι θόρυβοι και τα σκυλάδικα της αποπάνω, δεν προγραμμάτιζα τίποτα δύο μέρες πριν, ένα τηλεφώνημα και ραντεβού μισή ώρα αργότερα, είδα ξανά αστέρια και μπορούσα να φτάσω στη θάλασσα με τα πόδια, δεν περίμενα κανένα ηλίθιο λεωφορείο, ούτε αγχώθηκα ότι θα αργούσα, ότι θα έπηζα στην κίνηση, ότι δε θα προ-λα-βαι-να.
Θα μπορούσα να επιστρέψω για πάντα, να πάρω σκύλο και ποδήλατο, να πίνω καφέδες με τις ώρες στην πλατεία και να κάνω μπάνια 3 μήνες το χρόνο, να ξυπνάω δέκα λεπτά πριν να αρχίσει η δουλειά και να είναι όλα ήρεμα, εύκολα, ξεκούραστα, ξέγνοιαστα. 17 χρόνια εκεί, 11 χρόνια εδώ, αν αφαιρέσεις τα χρόνια της εφηβείας που το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω, πάνω κάτω στα ίδια ερχόμαστε.
Θα μπορούσα να γυρίσω πίσω και να είναι όλα μονότονα, επαναλαμβανόμενα, βαρετά, αδιέξοδα, να πνίγομαι και να μου λείπουν οι βόλτες στο κέντρο της πόλης, οι συναυλίες, οι φίλοι μου, να μην αντέχω την άθλια μουσική στα λίγα μπαροκαφέ του νησιού, να μη γίνεται τίποτα διαφορετικό, να μην έχεις τίποτα να περιμένεις εκτός από σκυλοτραγουδιστές και περιοδεύουσες επιθεωρήσεις.
Η κούραση παλεύεται, οι χειμώνες στο νησί δύσκολα. Άσε που ακόμα και οι διαδρομές στα λεωφορεία αντέχονται με τα ακουστικά στα αυτιά και το κατάλληλο σάουντρακ, κάποιες φορές όχι απλά αντέχονται, σε κάνουν να χαμογελάς, όταν την ώρα που παίζει το αγαπημένο σου τραγούδι, ανάβουν όλα μαζί τα φώτα στη Βασιλίσσης Σοφίας και στο βάθος ο ήλιος αρχίζει να δύει.
Στο νησί βγήκα ελάχιστα, ποτέ μου δε χώνεψα και τις απόκριες για να πω την αλήθεια, έκλεισα το pc και το άφησα μαζί με λεξικά και φωτοτυπίες στην Αθήνα, δεν με ξυπνούσαν ηλίθιοι θόρυβοι και τα σκυλάδικα της αποπάνω, δεν προγραμμάτιζα τίποτα δύο μέρες πριν, ένα τηλεφώνημα και ραντεβού μισή ώρα αργότερα, είδα ξανά αστέρια και μπορούσα να φτάσω στη θάλασσα με τα πόδια, δεν περίμενα κανένα ηλίθιο λεωφορείο, ούτε αγχώθηκα ότι θα αργούσα, ότι θα έπηζα στην κίνηση, ότι δε θα προ-λα-βαι-να.
Θα μπορούσα να επιστρέψω για πάντα, να πάρω σκύλο και ποδήλατο, να πίνω καφέδες με τις ώρες στην πλατεία και να κάνω μπάνια 3 μήνες το χρόνο, να ξυπνάω δέκα λεπτά πριν να αρχίσει η δουλειά και να είναι όλα ήρεμα, εύκολα, ξεκούραστα, ξέγνοιαστα. 17 χρόνια εκεί, 11 χρόνια εδώ, αν αφαιρέσεις τα χρόνια της εφηβείας που το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω, πάνω κάτω στα ίδια ερχόμαστε.
Θα μπορούσα να γυρίσω πίσω και να είναι όλα μονότονα, επαναλαμβανόμενα, βαρετά, αδιέξοδα, να πνίγομαι και να μου λείπουν οι βόλτες στο κέντρο της πόλης, οι συναυλίες, οι φίλοι μου, να μην αντέχω την άθλια μουσική στα λίγα μπαροκαφέ του νησιού, να μη γίνεται τίποτα διαφορετικό, να μην έχεις τίποτα να περιμένεις εκτός από σκυλοτραγουδιστές και περιοδεύουσες επιθεωρήσεις.
Η κούραση παλεύεται, οι χειμώνες στο νησί δύσκολα. Άσε που ακόμα και οι διαδρομές στα λεωφορεία αντέχονται με τα ακουστικά στα αυτιά και το κατάλληλο σάουντρακ, κάποιες φορές όχι απλά αντέχονται, σε κάνουν να χαμογελάς, όταν την ώρα που παίζει το αγαπημένο σου τραγούδι, ανάβουν όλα μαζί τα φώτα στη Βασιλίσσης Σοφίας και στο βάθος ο ήλιος αρχίζει να δύει.