Δε θυμάμαι ποια σταμάτησε πρώτη να γράφει εγώ ή εσύ – ίσως να έγινε αμοιβαία και ασυνείδητα, πάνε κάποια χρόνια και δε θυμάμαι πια. Σε ένα μεγάλο κουτί έχω φυλαγμένα τα παλιά γράμματα, μου ’ρχεται να τα ανοίξω τώρα, να θυμηθώ τι γράφαμε. Ατέλειωτες σελίδες, τα εσώψυχα μας τα καλοκαίρια και μετά τα χρόνια που ακολούθησαν όταν μετακόμισες.
Θυμάμαι καλά ένα πρωινό στην Ιπποκράτους με είχες βάλει να γράψω τη διεύθυνση του Γ. πάνω στο φάκελο, μέσα μια φωτοτυπία από το Άλφαμπετ Σίτυ «Σε αναζητούσα, σε έχασα, αλλά ποτέ δε σε βρήκα, έτσι είμαι ακόμα εδώ, σε περιμένω, περιμένω να αλλάξεις, περιμένω να μας φτάσει ο χρόνος, να μη χαθούμε για πάντα…». Του το έστειλες, όμως λίγους μήνες αργότερα σε αγκάλιαζα και δεν ήξερα τι να πω, στο δωμάτιο τα ρολά κατεβασμένα, δεν άντεχες το φως, ήσουν με αντικαταθλιπτικά, είδαμε και πάθαμε να σε συνεφέρουμε.
Ζήσαμε τόσα πολλά μαζί, μετά όταν χώρισαν οι δρόμοι μας πίστεψα ότι λίγα θα άλλαζαν. Τώρα μιλάμε στο τηλέφωνο και λέμε κοινοτυπίες, άλλαξες εσύ ή εγώ δεν ξέρω. Νόμιζα ότι θα ερχόσουν που και που στην Αθήνα και θα τρέχαμε όπως παλιά στα Εξάρχεια και στις συναυλίες, θα σου έδειχνα τα νέα μέρη και θα μου έλεγες τα νέα σου. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά όμως. Ήρθες μια φορά στα έξι χρόνια, ήσουνα με το φίλο σου, υπήρχαν αμήχανες σιωπές, ήσουνα καλά και χάρηκα, νοιώθω ήσυχη τώρα που ξέρω ότι υπάρχει αυτός στη ζωή σου να σε προσέχει, να σε κρατάει μακριά από τα χρωματιστά χαπάκια.
Δεν ήρθα ποτέ να σε δω μετά που έφυγες, το είχα υποσχεθεί το ξέρω, πήγα σε τόσα μέρη, σε σένα δεν ήρθα, να φταίει αυτό για τις σιωπές άραγε; Θέλω να σου γράψω cd και δεν ξέρω καν ποιο είναι το τελευταίο καινούργιο συγκρότημα που σου άρεσε. Εμείς που κάποτε δεν χρειαζόμασταν λέξεις για να συνεννοηθούμε. Το πιστεύεις; Όχι μην απαντήσεις, έτσι και αλλιώς δε θα σου στείλω ποτέ αυτό το γράμμα, δε θα το διαβάσεις ποτέ. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μου λείπεις γαμώτο.